κητήνη

κητήνη
κητ-ήνη· πλοῖον μέγα ὡς κῆτος, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κητήνη — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πλοῑον μέγα ὡς κῆτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος, πιθ. κατά το απήνη «τετράτροχη άμαξα»] …   Dictionary of Greek

  • ANDROMEDA — I. ANDROMEDA Cephei Aethiopum Regis, et Cassiopes filia, ob matris superbiam, quae se Nereidas formâ superare gloriabatur, a Nymphis faxo alligata fuit, et ceto marino monstro exposita: postea tamen a Perseo in patriam revertente, occisô prius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άκατος — Μικρό ταχύπλοο σκάφος, με ή χωρίς κατάστρωμα, που χρησιμοποιείται στα πολεμικά πλοία για τη μεταφορά φορτίων ή ανθρώπων, όταν δεν είναι δυνατή η πρόσδεση των καραβιών στην αποβάθρα. Οι ά. κρεμιούνται με ειδικά ανυψωτικά μηχανήματα περιμετρικά,… …   Dictionary of Greek

  • κήτος — Βλ. λ. κητώδη. * * * το (ΑΜ κῆτος) 1. γενική ονομασία θαλάσσιων ψαριών μεγάλου μεγέθους ή μεγάλων υδρόβιων θηλαστικών τής τάξης τών κητωδών, θαλάσσιο θηρίο («δελφῑνάς τε κύνας τε, καὶ εἲ πόθι μεῑζον ἕλῃσι κῆτος», Ομ. Οδ.) 2. (ως κύριο όν. Κήτος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”